πλονζόν

πλονζόν
και μπλονζόν, το, Ν
1. βουτιά, μακροβούτι
2. (στο ποδόσφαιρο) εκτίναξη τού τερματοφύλακα και πτώση του στο έδαφος, για να πιάσει ή να αποκρούσει την μπάλα που έρχεται με ταχύτητα προς το τέρμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plongeon «κολυμβητικό πτηνό που βυθίζει την πλατιά μύτη του στο νερό για αναζήτηση ψαριών», από όπου και η σημ. «βουτιά, μακροβούτι» (< plonger < λατ. plumbum «μόλυβδος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”